εργατοώρα


εργατοώρα
Προφορά

Ετυμολογία
εργατοώρα μετάφραση του └αγγλ┘όρου working hour

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εργατοώρα

✦ μονάδα μετρήσεως της εργασίας· η εργασία ενός ανθρώπου σε μιαν ώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.