εργατοπατερισμός
Προφορά
Ετυμολογία
εργατοπατερισμός εργατοπατέρας
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εργατοπατερισμός
✦ οι αντιλήψεις και η δραστηριότητα των εργατοπατέρων
✦ επικράτηση των εργατοπατέρων, ιδ. στο συνδικαλισμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–