εργαστηριακός


εργαστηριακός
Προφορά

Ετυμολογία
εργαστηριακός εργαστήριον

Ερμηνεία
επίθετο┘ εργαστηριακός -ή, -ό

✦ ο του εργαστηρίου, που γίνεται σε εργαστήριο: εργαστηριακή έρευνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.