εργαστήριο


εργαστήριο
Προφορά

Ετυμολογία
εργαστήριο αρχαία ελληνική ἐργαστήριον

Ερμηνεία
εργαστήριο

✦ (Κ εργαστήριον) χώρος κατάλληλα διαρρυθμισμένος και εξοπλισμένος για την εκτέλεση ορισμένης εργασίας: εργαστήριο χειροτεχνίας – επιστημονικό εργαστήριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.