εργασία
Προφορά
Ετυμολογία
εργασία αρχαία ελληνική ἐργασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εργασία
✦ η διάθεση σωματικών ή πνευματικών δυνάμεων για την παραγωγή έργου, δουλειά
✦ βιοποριστικό επάγγελμα
✦ η καθημερινή επαγγελματική απασχόληση
✦ ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται κανείς
✦ το έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–