εργάτης
Προφορά
Ετυμολογία
εργάτης αρχαία ελληνική ἐργάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εργάτης
✦ θηλ. εργάτρια (Κ -τις, -ιδος) ο εργαζόμενος ιδ. με τα χέρια του, δουλευτής, αργάτης: εργάτες της γης – βιομηχανικός εργάτης
✦ γενική ονομασία των προσώπων που εργάζονται σε εργοστάσια ή εργαστήρια με ημερομίσθιο
✦ έμπειρος και αφοσιωμένος δουλευτής: εργάτης του λόγου – του χρωστήρα
✦ (μτφ. ) δράστης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–