ερασμιακός
Προφορά
Ετυμολογία
ερασμιακός Έρασμος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ερασμιακός -ή, -ό
✦ ερασμικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο σύμφωνος με τη θεωρία του Εράσμου για την προφορά της αρχαίας ελληνικής: ερασμιακή προφορά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ερασμιακά κ.-ώς