ερασιτεχνικός


ερασιτεχνικός
Προφορά

Ετυμολογία
ερασιτεχνικός ερασιτέχνης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ερασιτεχνικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην ερασιτεχνία ή τους ερασιτέχνες, ο χαρακτηριστικός του ερασιτέχνη, που γίνεται πάρεργα, όχι συστηματικά: ερασιτεχνική απασχόληση
✦ πρόχειρος: ερασιτεχνική δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ερασιτεχνικά (Κ ερασιτεχνικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.