ερασιτέχνης


ερασιτέχνης
Προφορά

Ετυμολογία
ερασιτέχνης αρχαία ελληνική ἐράω-ῶ (= αγαπώ) + τέχνη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ερασιτέχνης

✦ θηλ. ερασιτέχνισσα (Κ -χνις, -ιδος) ο ασχολούμενος με τέχνη ή επιστήμη πάρεργα, όχι επαγγελματικά ή συστηματικά
✦ ο μη επαγγελματίας ηθοποιός
✦ (με αρνητ. σημ.) αδέξιος, ανεπαρκής (σε αντίθεση προς τον επαγγελματία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.