ερανίστρια


ερανίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ερανίστρια αρχαία ελληνική ἐρανιστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ερανίστρια

✦ θηλ. ερανίστρια ο συλλέκτης περικοπών, στοιχείων από διάφορα κείμενα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.