ερανίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ερανίζομαι αρχαία ελληνική ἐρανίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ερανίζομαι
✦ (μτφ. ) συγκεντρώνω ή δανείζομαι περικοπές ή γνώμες από διάφορα κείμενα: υπάρχουν πολλές έγκυρες ερμηνείες… από αυτές ερανίστηκα κι εγώ τις λίγες που δίνω (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–