εραλδικός


εραλδικός
Προφορά

Ετυμολογία
εραλδικός └γαλλ┘ héraldique

Ερμηνεία
επίθετο┘ εραλδικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στα οικόσημα
✦ το θηλ. η εραλδική ως ουσ., η συστηματική μελέτη των οικοσήμων και εμβλημάτων
✦ η διερεύνηση της γενεαλογίας ιστορικών οίκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.