επιφαινόμενο


επιφαινόμενο
Προφορά

Ετυμολογία
επιφαινόμενο └ουδ┘ μτχ. ενεστ. του ρήματος επιφαίνομαι

Ερμηνεία
επιφαινόμενο

✦ ως ουσ. δευτερεύον φαινόμενο που συνοδεύει ένα άλλο, το κυρίως φαινόμενο, ή προκαλείται απ’ αυτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.