επιτυχαίνω


επιτυχαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
επιτυχαίνω επιτυγχάνω

Ερμηνεία
επιτυχαίνω

✦ κ. επιτυγχάνω ρ. (επέτυχα, επιτυχημένος) συναντώ κατά τύχη
✦ βρίσκω το στόχο
✦ κατορθώνω, πραγματοποιώ το ποθούμενο
✦ προκόβω, ευνοούμαι από την τύχη
✦ (αμτβ.) εκτελούμαι καλά, σημειώνω επιτυχία: η δοκιμή δεν επέτυχε

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποτυγχάνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.