επιτροπεύσιμος


επιτροπεύσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
επιτροπεύσιμος μεταγενέστερη ελληνική ἐπιτροπεύσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιτροπεύσιμος -η, -ο

✦ αυτός που έχει ανάγκη επιτροπείας, που πρέπει να επιτροπευτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.