επιληπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
επιληπτικός αρχαία ελληνική ἐπιληπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ επιληπτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην επιληψία, ο χαρακτηριστικός της επιληψίας: επιληπτική κρίση
✦ (για πρόσ.) που πάσχει από επιληψία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–