επιλεκτικός


επιλεκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
επιλεκτικός επιλέγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιλεκτικός -ή, -ό

✦ ο της επιλογής, που επιλέγει
✦ η λ. χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό οργάνου, κυκλώματος και γεν. συσκευής με την οποία πραγματοποιείται επιλογή μεταξύ διαφόρων συχνοτήτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
επιλεκτικά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.