επιλήνιος


επιλήνιος
Προφορά

Ετυμολογία
επιλήνιος αρχαία ελληνική ἐπιλήνιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επιλήνιος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο ληνό (πατητήρι), κατά τον τρύγο
✦ πληθ. ουδ. επιλήνια ως ουσ., αρχαία ελληνική ελλ. είδος τραγουδιού που τραγουδούσαν με τη συνοδεία αυλού, κατά τον τρύγο, αυτοί που πατούσαν τα σταφύλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.