επιδεκτικότητα


επιδεκτικότητα
Προφορά

Ετυμολογία
επιδεκτικότητα επιδεκτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιδεκτικότητα

✦ η ιδιότητα του επιδεκτικού, η ικανότητα να δέχεται κανείς κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.