επιβραδυντής
Προφορά
Ετυμολογία
επιβραδυντής επιβραδύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επιβραδυντής
✦ υλικό χρησιμοποιούμενο σε αντιδραστήρα για την επιβράδυνση της κινητικής ενέργειας των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–