επιβράδυνση


επιβράδυνση
Προφορά

Ετυμολογία
επιβράδυνση επιβραδύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επιβράδυνση

✦ ελάττωση της ταχύτητας: διαπιστώθηκε επιβράδυνση του ρυθμού αναπτύξεως
✦ αργοπορία

Συνώνυμα

Αντίθετα
επιτάχυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.