επιβράβευση
Προφορά
Ετυμολογία
επιβράβευση επιβραβεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιβράβευση
✦ απονομή βραβείου
✦ η έμπρακτη αναγνώριση αξίας, αρετής, επιδόσεως: λίγα καλά λόγια ήταν η μόνη επιβράβευση των κόπων του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–