επιβολή
Προφορά
Ετυμολογία
επιβολή αρχαία ελληνική ἐπιβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επιβολή
✦ ο εξαναγκασμός σε ενέργεια, παράλειψη ή τήρηση ορισμένης στάσεως
✦ η άσκηση αποφασιστικής επιρροής
✦ η διά της βίας εδραίωση: η επιβολή της εννόμου τάξεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–