επιβιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
επιβιώνω αρχαία ελληνική ἐπιβιόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιβιώνω
✦ εξακολουθώ να ζω, ιδ. έπειτα από καταστροφή ή μετά το θάνατο των συγχρόνων μου, επιζώ: μέσα στον γενικό αφανισμό, κατόρθωσε να επιβιώσει
✦ διατηρούμαι και αφού έπαψαν να υπάρχουν οι συνθήκες που με ευνοούσαν: στην περιοχή αυτή έχουν επιβιώσει μεσαιωνικά λατρευτικά έθιμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–