επεξεργαστής


επεξεργαστής
Προφορά

Ετυμολογία
επεξεργαστής μεσαιωνική ελληνική ἐπεξεργαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επεξεργαστής

✦ αυτός που επεξεργάζεται κάποιο έργο, που έχει τη φροντίδα για την αρτιότερη εμφάνισή του
✦ (ηλεκτρον.) επεξεργαστής κειμένου, βλ. κειμενογράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.