επαύξηση


επαύξηση
Προφορά

Ετυμολογία
επαύξηση αρχαία ελληνική ἐπαύξησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η επαύξηση

✦ η περαιτέρω αύξηση: έγινε αντί της αναμενόμενης μειώσεως επαύξηση της φορολογίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.