επαυξάνω


επαυξάνω
Προφορά

Ετυμολογία
επαυξάνω αρχαία ελληνική ἐπαυξάνω

Ερμηνεία
ρήμα επαυξάνω

✦ αυξάνω ακόμα περισσότερο, σε μέγεθος, έκταση ή ποσότητα: τα χτεσινά γεγονότα επαυξάνουν την ανησυχία του κοινού – θα καταβληθούν αποδοχές επαυξημένες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.