επαρχιωτοσύνη
Προφορά
Ετυμολογία
επαρχιωτοσύνη επαρχιώτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επαρχιωτοσύνη
✦ συμπεριφορά και τρόπος που χαρακτηρίζουν επαρχιώτη, επαρχιωτισμός: το χαρακτηριστικό του χιούμορ… γινότανε κάποτε αμυντικό όπλο εναντίον κάθε ημιμάθειας και επαρχιωτοσύνης (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–