επίτροπος


επίτροπος
Προφορά

Ετυμολογία
επίτροπος αρχαία ελληνική ἐπίτροπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η επίτροπος

✦ πρόσωπο στο οποίο ανατέθηκε η εκτέλεση ορισμένης εντολής, διοικητικής, διαχειριστικής, γνωμοδοτικής κτλ.
✦ (ειδ.) το πρόσωπο που ασκεί επιτροπεία (ανηλίκου ή ανικάνου)
✦ αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε στρατοδικείο
✦ επιμελητής ναού, που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες του ναού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.