επίγειος


επίγειος
Προφορά

Ετυμολογία
επίγειος αρχαία ελληνική ἐπίγειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επίγειος -α, -ο

✦ ο επί της γης, γήινος: η επίγεια ζωή
✦ (για βλαστό φυτού) ο ευρισκόμενος πάνω από το έδαφος
✦ τα επίγεια ως ουσ., τα προσφερόμενα στη γήινη ζωή, ιδ. υλικά αγαθά

Συνώνυμα
τα εγκόσμια
Αντίθετα
ουράνιος ,υπόγειος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.