επένθεση
Προφορά
Ετυμολογία
επένθεση μεταγενέστερη ελληνική ἐπένθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επένθεση
✦ παρεμβολή
✦ (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο το ημίφωνο j ή το φωνήεν ι μετατοπίζεται στην προηγούμενη συλλαβή: μαράνjω > μαραίνω, μέλανjα > μέλαινα, χαμαϊλί > χαϊμαλί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–