εξώπροικος
Προφορά
Ετυμολογία
εξώπροικος μεταγενέστερη ελληνική ἐξώπροικος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εξώπροικος -η, -ο
✦ ο μη περιλαμβανόμενος στην προίκα
✦ πληθ. ουδ. τα εξώπροικα ως ουσ., περιουσία γυναίκας που δεν περιλαμβάνεται στην προίκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–