εξωφρενισμός


εξωφρενισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εξωφρενισμός έξω + φρην, φρενός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξωφρενισμός

✦ εξωφρενική ενέργεια ή κατάσταση

Συνώνυμα
παραφροσύνη, τρέλα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.