εξωφρενικός
Προφορά
Ετυμολογία
εξωφρενικός έξω + φρην, φρενός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εξωφρενικός -ή, -ό
✦ ο εντελώς παράλογος: σου έκοβε κάθε έμπνευση με μια ερώτηση εξωφρενική, απίθανη, ανεκδιήγητη (Γ. Θεοτοκάς)
✦ που προκαλεί αγανάκτηση, που κάνει τον άλλον έξω φρενών: εξωφρενικός λογαριασμός – εξωφρενικές απαιτήσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–