εξομοίωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξομοίωση μεταγενέστερη ελληνική ἐξομοίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξομοίωση
✦ η τοποθέτηση σε όμοια σειρά, κλάση, η υπαγωγή σε όμοια ρύθμιση: οι δημόσιοι υπάλληλοι ζητούν την εξομοίωσή τους με τους τραπεζικούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–