εξομάλυνση


εξομάλυνση
Προφορά

Ετυμολογία
εξομάλυνση εξομαλύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξομάλυνση

✦ εξομάλιση, ισοπέδωση
(μτφ. ) άρση των εμποδίων, διευθέτηση: εξομάλυνση των σχέσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα
εκτράχυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.