εξολοθρευτής


εξολοθρευτής
Προφορά

Ετυμολογία
εξολοθρευτής μεταγενέστερη ελληνική ἐξολοθρευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξολοθρευτής

✦ θηλ. εξολοθρεύτρ(ι)α που εξολοθρεύει, αφανίζει, ο καταστροφέας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.