εξοικονόμηση
Προφορά
Ετυμολογία
εξοικονόμηση εξοικονομώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξοικονόμηση
✦ εξεύρεση των αναγκαίων, πρόχειρη διευθέτηση
✦ δημιουργία αποθεμάτων με τον περιορισμό της δαπάνης: εξοικονόμηση ενέργειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–