εξετάστρια


εξετάστρια
Προφορά

Ετυμολογία
εξετάστρια αρχαία ελληνική ἐξεταστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξετάστρια

✦ θηλ. εξετάστρια το πρόσωπο που εξετάζει, που υποβάλλει σε εξέταση άλλα πρόσωπα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.