εξελέγχω
Προφορά
Ετυμολογία
εξελέγχω αρχαία ελληνική ἐξελέγχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξελέγχω
✦ εξετάζω, ελέγχω λεπτομερειακά: είναι ακόμη περίεργος και για τα συναισθήματα των άλλων. Θέλει να τα παραβάλει και να τα εξελέγξει με τα δικά του (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–