εξειδικεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
εξειδικεύομαι εξ + ειδικός
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξειδικεύομαι
✦ αποκτώ επαγγελματική ειδικότητα
✦ προσαρμόζομαι στις ειδικές συνθήκες ή αποκτώ τα ειδικά χαρακτηριστικά: εξειδικευμένη αγορά – εξειδικευμένος πωλητής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–