εξεγείρω
Προφορά
Ετυμολογία
εξεγείρω αρχαία ελληνική ἐξεγείρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξεγείρω
✦ ξεσηκώνω, αφυπνίζω
✦ (μτφ. ) παρακινώ, διεγείρω
✦ εξοργίζω, προκαλώ τη βίαιη αντίδραση: τα νέα μέτρα έχουν εξεγείρει τους αγρότες
✦ κινώ σε επανάσταση: η Φιλική Εταιρεία είχε σκοπό να εξεγείρει τους υπόδουλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–