εξασφαλίζω


εξασφαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εξασφαλίζω μεταγενέστερη ελληνική ἐξασφαλίζω

Ερμηνεία
ρήμα εξασφαλίζω

✦ τοποθετώ σε μέρος ασφαλές, σιγουράρω
✦ κατορθώνω ή συμβάλλω ώστε κάτι να είναι ασφαλές: εξασφαλίσαμε μεγάλα κέρδη – δεν εξασφαλίσαμε την υποστήριξη των εταίρων μας
✦ (μέσ.) εξασφαλίζομαι, προφυλάγομαι από κίνδυνο, ιδ. οικονομικό, σιγουρεύομαι: μ’ ένα τέτοιο δίπλωμα, η μικρή εξασφαλίστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.