εξασκώ


εξασκώ
Προφορά

Ετυμολογία
εξασκώ αρχαία ελληνική ἐξασκέω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εξασκώ -είς, -εί

✦ εκγυμνάζω, εκπαιδεύω
✦ ασχολούμαι επαγγελματικά: είχε εξασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα με πολλή επιτυχία
✦ εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις
✦ φρ. εξασκώ γοητεία – επιρροή – πίεση, γοητεύω, επηρεάζω, πιέζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.