εξαρτώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξαρτώ αρχαία ελληνική ἐξαρτάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαρτώ -άς, -ά
✦ κρεμώ, αναρτώ
✦ (μτφ. ) στηρίζω την επιτυχία επιδιώξεώς μου στην ύπαρξη όρων, συνθηκών, ευνοϊκών διαθέσεων κτλ.
✦ (παθ.) εξαρτώμαι, είμαι υπό την εξουσία άλλου ή υπό την καθοριστική επίδραση παραγόντων κτλ.
✦ (απρόσ.) εξαρτάται, ίσως, ενδέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις
✦ εξαρτημένο ανακλαστικό, δυνατότητα εκμάθησης συμπεριφοράς από την πρόκληση των σχετικών συνθηκών στο περιβάλλον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–