εξαρθρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
εξαρθρώνω αρχαία ελληνική ἐξαρθρόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαρθρώνω
✦ βγάζω από την άρθρωση, στραμπουλίζω
✦ (μτφ. ) διαλύω, εξουδετερώνω: η αστυνομία κατόρθωσε να εξαρθρώσει τη σπείρα των διαρρηκτών
✦ (μτφ. ) εξαρθρώνομαι, παραλύω, ξεχαρβαλώνομαι: η δημόσια διοίκηση έχει εξαρθρωθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–