εξαντλητικός


εξαντλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξαντλητικός εξαντλώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξαντλητικός -ή, -ό

✦ που οδηγεί σε εξάντληση: εξαντλητική προσπάθεια – δουλειά
✦ που εξαντλεί τις υπάρχουσες δυνατότητες: εξαντλητική έρευνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εξαντλητικά (Κ -κώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.