εξαερώσιμος


εξαερώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
εξαερώσιμος εξαερώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξαερώσιμος -η, -ο

✦ αυτός που μπορεί να εξαερωθεί, να μεταβληθεί σε αέρα ή αέριο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.