εξαγοράζω
Προφορά
Ετυμολογία
εξαγοράζω μεταγενέστερη ελληνική ἐξαγοράζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξαγοράζω
✦ αποκτώ πλήρη κυριότητα με αγορά
✦ απαλλάσσομαι από υποχρέωση ή απαιτώ δικαίωμα καταβάλλοντας σχετικό τίμημα
✦ απελευθερώνω, γλιτώνω καταβάλλοντας λύτρα
✦ (μτφ. ) προσεταιρίζομαι έναντι ανταλλαγμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–