εξαγνιστήριος
Προφορά
Ετυμολογία
εξαγνιστήριος εξαγνίζω
Ερμηνεία
εξαγνιστήριος
✦ -α, -ο κ. εξαγνιστικός, -ή, -ό επίθ. εξιλαστήριος, που χρησιμεύει για εξαγνισμό: εξαγνιστήριες τελετές – εξαγνιστικές πράξεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εξαγνιστικά (Κ εξαγνιστικώς)